τριολέτο

τριολέτο
το муз. триоль

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τριολέτο" в других словарях:

  • τριολέτο — το, Ν μουσ. το μουσικό τρίηχο, αλλ. τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. triolet, πιθ. υποκορ. τού ιταλ. trio (βλ. λ. τρίο)] …   Dictionary of Greek

  • τριολέτο — το (λ. γαλλ.), το μουσικό τρίηχο, τερτσίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίηχο — το, Ν μουσ. ομάδα τριών φθογγοσήμων τα οποία εκτελούνται ισόχρονα προς δύο φθογγόσημα τής ίδιας αξίας, κν. τριολέτο ή τερτσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ήχος (πρβλ. εξά ηχο)] …   Dictionary of Greek

  • τερτσίνα — η (λ. ιταλ.), ομάδα τριών φθογγοσήμων της μουσικής που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα της ίδιας αξίας, τριολέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίηχο — το ομάδα τριών φθογγόσημων ίσης αξίας που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα της ίδιας αξίας, το τριολέτο, η τερτσίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»